- πρόφημι
- πρόφημι,A say before,
ὡς προέφην PMasp.151.44
, cf. 2 ii 11 (vi A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὡς προέφην PMasp.151.44
, cf. 2 ii 11 (vi A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πρόφημι — ΜΑ 1. αναφέρω προηγουμένως, προαναφέρω 2. προλέγω, προβλέπω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + φημί «λέγω»] … Dictionary of Greek
απρόφατος — ἀπρόφατος, ον (Α) [πρόφημι] 1. αυτός που δεν μπορεί να προφητευθεί, ανέλπιστος, απροσδόκητος 2. άρρητος, φοβερός 3. απροφάσιστος … Dictionary of Greek
προφήτης — Όρος που σημαίνει κυρίως αυτός που μιλά εξ ονόματος ενός θεού και ερμηνεύει τη θέλησή του στους ανθρώπους. Τη μεγαλύτερη σημασία απέκτησαν οι π. στην ιστορία του Ισραήλ: ήδη ο Αβραάμ ονομάζεται π. και για τον Μωυσή λέγεται ότι δεν εμφανίστηκε… … Dictionary of Greek
φημί — ΝΜΑ, και δωρ. τ. φαμί και αιολ. τ. φᾱμι Α νεοελλ. (λόγια φρ.) «αυτός έφα» χρησιμοποιείται για να δηλώσει γνώμη που έχει εκφραστεί από αυθεντία, χωρίς να επιδέχεται καμιά αμφισβήτηση, και η οποία προέρχεται από τη φράση που χρησιμοποιούσαν οι… … Dictionary of Greek